- προσθλίβω
- προσθλίβω [pron. full] [ῑ],A press or squeeze against,
ἑαυτὴν πρὸς τὸν τοῖχον LXX Nu.22.25
:—[voice] Pass., Placit.1.4.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἑαυτὴν πρὸς τὸν τοῖχον LXX Nu.22.25
:—[voice] Pass., Placit.1.4.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσθλίβω — Α πιέζω, ζουλώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο (α. «προσέθλιψεν ἑαυτὴν πρὸς τὸν τοῑχον», ΠΔ β. «προσεθλίβετο πᾱς ὁ μικρομερὴς σχηματισμός», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θλίβω «πιέζω»] … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
πρόσθλιψις — ίψεως, ἡ, Α [προσθλίβω] συμπίεση, ζούληγμα … Dictionary of Greek